Youtube


Αυτό είναι το προφίλ μου στο Youtube. Έχω ανεβάσει πολλά βίντεο σχετικά με τα μανιτάρια.

http://www.youtube.com/user/bkaounas

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Υπόγεια μανιτάρια - Νέα είδη για την επιστήμη και από την Ελλάδα. Ενδημικά τα Barssia hellenica και Genea cephalonicae

Στην Ελλάδα μόλις τα 10 τελευταία χρόνια ξεκίνησε η -σχετικά- συστηματική αναζήτηση και καταγραφή υπόγειων μυκήτων, αφού μέχρι το 2007 όλα σχεδόν τα ευρήματα τα βρίσκαμε συμπτωματικά, σε εξορμήσεις για αναζήτηση επίγειων μανιταριών. Ειδικότερα για τα Tuber – Τρούφες, ελάχιστες αναφορές και ακόμα λιγότερες αποδείξεις συνηγορούσαν υπέρ της καρποφορίας τους στη χώρα μας.
10 είδη υπόγειων μυκήτων φαίνονται καταγεγραμμένα στην ελληνική βιβλιογραφία από το 1854 έως το 1992 από τους ερευνητές, γεωπόνους ή μυκητολόγους X. von Landerer, Π. Γεννάδιο, R. Maire, Δ. Κελτεμλίδη, M. Παντίδου και Σ. Διαμαντή.
Πρόκειται για τα: Geastrum triplex, Ηysterangium marchii, Rhizopogon aestivus, Rhizopogon luteolus, Rhizopogon roseolus, Sarcoscphaera coronaria, Terfezia arenaria, Terfezia fanfani, Tuber aestivum και Tuber cibarium.
Η παλαιότερη καταγραφή στη χώρα μας είναι αυτή του Tuber cibarium, το 1854, από τον Βαυαρό Ξαβιέρο Λάνδερερ, που έζησε στη χώρα μας από το 1833 έως το 1885 ως προσωπικός φαρμακοποιός του Όθωνα. Μεταγενέστερες είναι οι καταγραφές στο «Fungi hellenici» του Γάλλου μυκητολόγου René Maire (1878-1949) και του καθηγητή βοτανικής Ιωάννη Πολίτη (έκδοση του 1940) όπου καταγράφονται αναφορές του φυτολόγου και γεωπόνου Παναγιώτη Γεννάδιου (1848-1917) σε δείγματα που βρήκε στην Ηλεία και την Αχαΐα. Ο Π. Γεννάδιος ήταν μέλος της γαλλικής «Societé Entomologique de France» και είχε επαφές με τον επιστημονικό κόσμο της Ευρώπης. Απ’ ότι φαίνεται, ο Γεννάδιος συνεργαζόταν στην ταυτοποίηση των μανιταριών με τον Γάλλο μυκητολόγο Chatin, που ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τους υπόγειους μύκητες. Μάλιστα ο Chatin έδωσε σε δύο μανιτάρια (Agaricus gennadii (Chatin & Boud.) P.D. Orton και Loculotuber gennadii (Chatin) Trappe, Parladé & I.F. Alvarez) το όνομα του Γεννάδιου! Στο «Fungi hellenici» αναφέρονται και οι λαϊκές ονομασίες «Δράβα», «Χαλπούτσα» και το εντυπωσιακό «Ύδανο», αφού γνωρίζουμε ότι Ύδνα ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τις τρούφες! Πρόκειται για ονομασίες που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Πελοποννήσου για τα υπόγεια είδη του γένους Terfezia που έτρωγαν και συνεχίζουν να τρώνε και σήμερα. Να σημειώσουμε ότι «Τερφέζια» στα αραβικά σημαίνει υπόγεια.
Η κατάσταση ωστόσο αλλάζει ραγδαία τα πέντε τελευταία χρόνια, καθώς στην αναζήτηση των υπόγειων μανιταριών χρησιμοποιούνται πλέον και εκπαιδευμένοι σκύλοι (Λαγκότο, Γκριφόν, Λαμπραντόρ, Πόιντερ, Κούρτσχααρ, Επανιέλ Μπρετόν κ.ά.).
Παράλληλα με τις ομάδες των «οργανωμένων» τρουφοκυνηγών και μια άλλη ομάδα «κλασικών» συλλεκτών επίγειων μανιταριών, εντοπίζει και ξεθάβει υπόγειους μύκητες χωρίς σκύλο. Έτσι, άλλα 90 περίπου είδη προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια στον κατάλογο των υπόγειων μυκήτων που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό τους στα 100.

Αυτή η συνεχιζόμενη έρευνα με τα υπόγεια μανιτάρια της χώρας μας εκτός από το πλήθος των καταγραφών έφερε και κάποια θεαματικά αποτελέσματα, όπως είναι η ανακάλυψη νέων ειδών. Κάποια ανακαλύφθηκαν και σε άλλες χώρες, όμως κάποια φαίνονται προς το παρόν να είναι ενδημικά.
Παρακάτω παρουσιάζονται τα νέα αυτά είδη !!!!

  

Genea brunneocarpa G. Moreno, J. Cabero & V. Kaounas

Ασκώματα υπόγεια, υποσφαιρικά ή ελαφρώς λοβωτά, έως 20 mm, κόκκινα έως καφετί που καλύπτονται από μικρά, ακανόνιστα, επίπεδα κονδυλώματα, με πιο σκούρες τις κορυφές. Με μικρό άνοιγμα στην κορυφή και με μια μυκηλιακή τούφα στη βάση, στην οποία προσκολλώνται σωματίδια εδάφους. Οσμή αδύναμη έως μέτρια. Πηρίδιο 250–340 μm, σε δύο στρώσεις, αποτελούμενο από ένα εξωτερικό στρώμα ψευδοπαρεκχυματικής δομής, πάχους 160–190 μm, που σχηματίζεται από υαλώδη υποσφαιρικά ή σφαιρικά κύτταρα, διαστάσεων 33,5–55,0 × 21,5–35,0 μm, οι τοίχοι των οποίων φαίνονται πιο πυκνοί, πιο γωνιώδης και περισσότερο χρωματισμένοι κοντά στην επιφάνεια του πηρίδιου. Και ένα εσωτερικό στρώμα, πάχους 130–180 μm, επίσης ψευδοπαρεκχυματικής δομής που γυρίζει προς προσεκχυματική στην περιοχή του υμενίου. Θρόμβος αποτελούμενος από έναν εσωτερικό θάλαμο, οι τοίχοι του οποίου έχουν επένδυση από ένα ελαφρύ καφέ επιθέκιο με διάσπαρτα λεπτά κονδυλώματα με σκοτεινές κορυφές και ψευδοπαρεκχυματική δομή παρόμοια με εκείνη του πηριδίου. Υμένιο αποτελούμενο από τους κυλινδρικούς ασκούς σε ανάμιξη με τις μακριές παραφύσεις, πάχους 3–8 (–10) μm, οι οποίες ξεπερνούν ελαφρώς σε μήκος τους ασκούς, δεν παρουσιάζουν πρήξιμο στην κορυφή. Ασκοί κυλινδρικοί, 234–288 × 28–32 μm, που περιέχουν οκτώ, σε μια σειρά διατεταγμένα ή ελαφρώς άτακτα τοποθετημένα σπόρια. Ασκοσπόρια, ελλειπτικά ή περιστασιακά στρογγυλά, (26,5–) 28,0–31,5 (–32,5) × (18,5–) 19,5–24,0 (–25,0) μm, διακοσμημένα με κοντά, κωνικά κονδυλώματα που μερικές φορές φαίνονται σχεδόν τετραγωνισμένα, σπανίως με δευτερογενή κονδυλώματα που προεξέχουν από την κορυφή. Μυτερά κονδυλώματα διαστάσεων μέχρι και 2,5 × 3,5 μm, ενώ τα κυβικά κονδυλώματα έως 3.8–5.5 μm σε ύψος, υπάρχουν επίσης πολυάριθμα μικρά κονδυλώματα, ανάμεσα στα κύρια. Βιότοπος: Εμφανίζεται το χειμώνα και την άνοιξη (Φεβρουάριο–Απρίλιο) σε ασβεστολιθικά εδάφη, κοντά σε Quercus ilex, με ή χωρίς την παρουσία Pinus halepensis. Μέχρι τώρα είναι γνωστό μόνο από την Ισπανία και την Ελλάδα.

Πηγή: ALVARADO P., CABERO J., MORENO G., BRATEK Z., VAN VOOREN N., KAOUNAS V., KONSTANTINIDIS G., AGNELLO C., MERENYIZ Z., E. SMITH M.. Species diversity of Genea (Ascomycota, Pezizales) in Europe. Ascomycete.org, 6 (3) : 41-51

  

Barssia hellenica Kaounas, Agnello, P. Alvarado & Slavova

Ασκώματα υπόγεια, 0,5-2,7 × 0,5-2,0 cm σε διάμετρο. Σφαιρικα έως υποσφαιρικά, επίμηκη και συμπιεσμένα, δημιουργώντας μερικές φορές ένα ακανόνιστο σχήμα, περισσότερο ή λιγότερο λοβωτό, συνήθως με ακανόνιστο άνοιγμα στην κορυφή, ενίοτε δημιουργώντας πτυχώσεις στο εσωτερικό, πορτοκαλοκόκκινο έως κόκκινοκαφετί ή καφεμαυριδερό. Η επιφάνεια τους καλύπτονται από ακανόνιστα πολυγωνικά κονδυλώματα, πυκνά τοποθετημένα σε νεαρή ηλικία, και πιο απομονωμένα στην ωριμότητα, ενίοτε δίνοντας την εμφάνιση ενός δικτύου. Πηρίδιο 260-420 μm, αποτελούμενο από μια ψευδοπαρεκχυματική δομή, με πολυγωνικά κύτταρα διαστάσεων 20-41,5 × 15-31,0 μm, κεχριμπαρένια έως καφέ στο χρώμα και με παχιά τοιχώματα (2-5 μm) στο εξωτερικό στρώμα, άχρωμα και με λεπτότερα τοιχώματα στο εσωτερικό στρώμα. Υπάρχουν σπάνια κιτρινωπές, ανοιχτό καφετί, τρίχες, απλές ή διακλαδισμένες, με διαφράγματα, με χοντρά τοιχώματα
που προκύπτουν από τα τερματικά κύτταρα του πηριδίου με δύο διαφορετικές
εξωτερικές επιφάνειες: ομαλή ή κρουστώδη, διαστάσεων μέχρι 100 × 9 μm. Θρόμβος συμπαγής, υπόλευκος, βαμβακώδης, λαβυρινθώδους δομής, με δαιδαλώδεις ή κάθετες ευθείες φλέβες, υπόλευκες ή κιτρινωπές, ζελατινώδης, οι οποίες αποτελούνται από συνυφασμένες υφές με διαφράγματα, 2-5 μm σε διάμετρο. Παραφύσεις υαλώδης, κυλινδρικές, απλές ή διχαλωτές, με διαφράγματα, με μήκος μεγαλύτερο από τους ασκούς, 3-6 (-8) μm πλάτους. Ασκοί ακανόνιστα ροπαλοειδής ή ευρέως ελλειψοειδής, με μια καμπούρα που προεξέχει στην κορυφή και pleurorynchous βάση, όχι αμυλοειδής, 8σποροι, διαστάσεων 110-185 × 36-45 μm. Ασκοσπόρια ωοειδή, σπάνια ελλειπτικά, λεία, υαλώδη, ακανόνιστα τακτοποιημένα μέσα στους ασκούς, διαστάσεων 21-27 × 16.5-20,5 μm (23,5 × 18,1 μm κατά μέσο όρο), Q (L / l) = 1,18-1,43 (Qm = 1.30), που περιέχουν συνήθως μια ή δύο μεγάλες ελαιώδης σταγόνες και αρκετές μικρότερες. Βιότοπος: Εμφανίζονται μοναχικά και υπόγεια κάτω από Κεφαλληνιακή ελάτη, πάνω από τα 1000 m υψόμετρο. Μέχρι αυτή τη στιγμή είναι γνωστό μόνο από την Ελλάδα.

Πηγή: Barssia hellenica sp. nov. (Ascomycota, Pezizales), a new hypogeous species from Greece. Vasileios KAOUNAS, Carlo AGNELLO, Pablo ALVARADO, Monica SLAVOVA. Ascomycete.org, 7 (5) : 213-219.

  

Genea pinicola V. Kaounas, J. Cabero & F. Garcia

Ασκώματα υπόγεια, υποσφαιρικά και ελαφρώς λοβωτά, διαμέτρου 7–15 mm, καφεκιτρινωπά, καφετί ή καφεκοκκινωπά. Οσμή μέτρια. Πηρίδιο που καλύπτεται από λεπτά, ακανόνιστα και χαμηλά κονδυλώματα δίνοντας μια τραχιά εμφάνιση. Η κορυφή έχει ένα άνοιγμα και η βάση μία τούφα από προσκολλημένες υφές. Αποτελούμενο από δύο στρώσεις, πάχους 210–260 μm, σχηματίζεται από ένα εξωτερικό ψευδοπαρεκχυματικό στρώμα, πάχους 120–160 μm, αποτελούμενο από υαλώδη υποσφαιρικά ή γωνιακά κύτταρα, διαστάσεων 20–40 × 20–34 μm, το εσωτερικό στρώμα από προσεκχυματική δομή, πάχους 80–90 μm, με διάσπαρτα φουσκωμένα κύτταρα. Θρόμβος αποτελούμενος από έναν ενιαίο εσωτερικό θάλαμο, στον οποίο λείπουν οι εμφανής προεξοχές στα τοιχώματα. Έχει παρόμοιο χρώμα με το πηρίδιο. Υμένιο που σχηματίζεται από τους κυλινδρικούς ασκούς, με τις διάσπαρτες, νηματοειδής και με διαφράγματα παραφύσεις, διαστάσεων 260–400 × 1–4 μm και με μία ψευδοπαρεκχυματική δομή του epithecium πάνω από τους ασκούς. Ασκοί κυλινδρικοί, διαστάσεων 220–340 × 23–27 μm, που περιέχούν οκτώ σπόρια διατεταγμένα σε μια σειρά. Ασκοσπόρια ελλειπτικά, 26,0–29,5 × (16.0–) 17,0–20,5 μm, διακοσμημένα με πυκνά, μυτερά ή κυλινδρικά κονδυλώματα, διαστάσεων 1–3 μm και 1–3 μm πλάτος, με ή χωρίς μικρότερες ακίδες στα κονδυλώματα. Βιότοπος: Εμφανίζεται σε ασβεστολιθικά εδάφη, σε δάση με Pinus halepensis, P. pinea και πιθανώς και P. sylvestris, με ή χωρίς Quercus ilex. Κατά τη χειμερινή περίοδο και πιθανώς την άνοιξη (Μάρτιο). Γνωστό μόνο από την Ισπανία και την Ελλάδα.

Πηγή. ALVARADO P., CABERO J., MORENO G., BRATEK Z., VAN VOOREN N., KAOUNAS V., KONSTANTINIDIS G., AGNELLO C., MERENYIZ Z., E. SMITH M.. Species diversity of Genea (Ascomycota, Pezizales) in Europe. Ascomycete.org, 6 (3) : 41-51.


Terfezia cistophila Ant. Rodr., Bordallo, Kaounas & A. Morte

Ασκώματα υπόγεια ή ημιυπόγεια κατά την ωριμότητα, μοναχικά ή κοπαδιαστά, 0,5–2 cm σε μέγεθος, υποσφαιρικά, συχνά με μια μικκυλιακή τούφα στην βάση, με στρογγυλεμένη μερικές φορές στείρα βάση, ανοιχτού μπεζ χρώματος σε πρώτη φάση, στη συνέχεια γίνεται σκούρο καφεκοκκινωπό, με μαύρα στίγματα, με κάποια σκασίματα κατά την ωριμότητα. Πηρίδιο χωρίς σαφή όρια, πάχους 150–400 μm, ψευδοπαρεκχυματικής δομής, που αποτελείται από υαλώδη, υποσφαιρικά κύτταρα, διαμέτρου 10–60 μm και με λεπτά τοιχώματα στα εσωτερικά στρώματα, κιτρινωπά και με παχύτερα τοιχώματα, μέχρι 2,5 μm πάχους, στα εξωτερικά στρώματα. Θρόμβος συμπαγής, σαρκώδης, χυμώδης, υπόλευκος με γκριζωπά τμήματα στην αρχή, που παίρνουν χρώμα ώχρας στην έκθεση στο φως και κατά την ωριμότητα σκουραίνουν έως ανοιχτό καφέ, χωρίζονται από υπόλευκες, στείρες φλέβες, μερικές φορές με ροζ κηλίδες στο χρώμα του σολομού. Οσμή ελαφριά, σπερματική, πιο έντονη στα μικρά δείγματα, γεύση ήπια. Ασκοί όχι αμυλοειδής, υποσφαιρικοί έως ωοειδής, άμισχοι ή με έναν πολύ κοντό στύπο, 55–65 × 45–50 μm, με τοίχους πάχους 1 μm, με 6–8 ακανόνιστα τοποθετημένα σπόρια, τυχαία τοποθετημένα στο θρόμβο. Ασκοσπόρια στρογγυλά, υαλώδη, διαμέτρου (16–)17 – 20(–21) μm, συμπεριλαμβανομένης και της διακόσμισης, 13–16 μm χωρίς την διακόσμιση, με μια σταγόνα σε πρώτη φάση, κατά την ωριμότητα ωχροκίτρινα και διακοσμημένα με κωνικά ή κάποιες φορές σπασμένα αγκάθια, 1,5–2,5 μm σε μήκος, 1 μm πλάτος στη βάση. Βιότοπος: Εμφανίζεται σε όξινα εδάφη, που συνδέονται με Cistus monspeliensis, Cistus creticus και Cistus ladanifer από το Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο. Γνωστό μόνο από την Ελλάδα και την Ισπανία.




Πηγή: Two new Terfezia species from Southern Europe. JUAN-JULIÁN BORDALLO, ANTONIO RODRÍGUEZ, VASILEIOS KAOUNAS, FRANCISCO CAMELLO, MARIO HONRUBIA & ASUNCIÓN MORTE. Phytotaxa 230 (3): 239–249




 Terfezia grisea Bordallo, V. Kaounas & Ant. Rodr.

Ασκώματα υπόγεια ή ημιυπόγεια κατά την ωριμότητα, μοναχικά, 1–2,5 cm σε μέγεθος, πατατόμορφα, υποσφαιρικά, συχνά με κωνική, στείρα βάση, αρχικά ωχρωπά έως υπόλευκα, αργότερα καφετιά, με την όψη σκουριάς ή ωχροκαφετιά, σε κάποια σημεία καφεμαυριδερά έως σχεδόν μαύρα. Πηρίδιο χωρίς σαφή όρια, που δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον θρόμβο, πάχους 200–400 μm, ψευδοπαρεκχυματικής δομής, που αποτελείται από υαλώδη κύτταρα, υποσφαιρικά και με λεπτά τοιχώματα στα εσωτερικά στρώματα, κιτρινωπό και με παχύτερα τοιχώματα στα εξωτερικά στρώματα. Θρόμβος συμπαγής, σαρκώδες, χυμώδες, υπόλευκος με γκριζωπά τμήματα στην αρχή, που κατά την ωριμότητα γίνονται γκριζομαυριδερά και χωρίζονται από υπόλευκες, στείρες φλέβες. Οσμή ελαφριά, δεν διακρίνεται, γεύση ήπια. Ασκοί όχι αμυλοειδής, υποσφαιρικοί έως ωοειδής, άμισχοι ή με πολύ κοντό στύπο, 60–80 × 40–60 μm, με τοίχους πάχους 1 μm, με 6–8 ακανόνιστα τοποθετημένα σπόρια, τυχαία τοποθετημένοι στον θρόμβο. Ασκοσπόρια στρογγυλά, διαμέτρου (18–)19 – 21(–22) μm, συμπεριλαμβανομένης της διακόσμισης, (15–) 16–17 (–18) μm χωρίς διακόσμιση, υαλώδη, λεία και με μια σταγόνα σε πρώτη φάση, κατά την ωριμότητα ωχροκίτρινα και διακοσμημένα με κωνικά, αβλεία αγκάθια, 2–3 μm σε μήκος, 1–2 μm πλάτος στη βάση. Βιότοπος: Εμφανίζεται σε αλκαλικά, αμμώδη εδάφη, σε παραθαλάσσια πευκοδάση ή σε περιοχές βοσκής, χωρίς δέντρα, που συνδέονται με Helianthemum spp, από το Μάρτιο έως Ιούνιο. Γνωστό μόνο από την Ελλάδα και την Ισπανία.

Πηγή: Two new Terfezia species from Southern Europe. JUAN-JULIÁN BORDALLO, ANTONIO RODRÍGUEZ, VASILEIOS KAOUNAS, FRANCISCO CAMELLO, MARIO HONRUBIA & ASUNCIÓN MORTE. Phytotaxa 230 (3): 239–249

  

Genea cephalonicae V. Kaounas, C. Agnello & P. Alvarado 2016

Ασκώματα υπόγεια, υποσφαιρικά έως επιμήκη, περισσότερο ή λιγότερο λοβωτά, διαστάσεων 1,5-2 × 1-1,5 cm, με εξωτερική μαύρη επιφάνεια, που καλύπτεται από ακανόνιστες, λεπτές, πυκνές, μυτερές ή πυραμιδοειδής προεξοχές και παρουσιάζει μια καφέ μυκηλιακή τούφα από υφές στη βάση. Θρόμβος με δαντελωτούς λαβύρινθους. Μυρωδιά και γεύση που δεν γίνεται διακριτή. Πηρίδιο ψευδοπαρεκχυματικής δομής, διαστάσεων 105-235 μm, αποτελούμενο από σκούρα καφέ γωνιακά εξωτερικά κύτταρα διαστάσεων 20-30 × 25-40 μm με παχιά σκούρα τοιχώματα (2,5-5,0 μm), και ένα εσωτερικό στρώμα με υποσφαιρικά, ανοιχτόχρωμα καφέ ή κιτρινωπά με λεπτά τοιχώματα κύτταρα διαστάσεων 20-30 μm σε διάμετρο. Ασκοί κυλινδρικοί, 180-270 × 20-36 μm, που περιέχουν οκτώ ασκοσπόρια διατεταγμένα σε μια σειρά, όχι αμυλοειδή. Παραφύσεις υαλώδης, με διαφράγματα, 3-5 μm σε διάμετρο, σχηματίζοντας ένα epithecium. Ασκοσπόρια υαλώδη, σε γενικές γραμμές ελλειπτικά, διαστάσεων (24-) 28,5 - 30 (-35) × (15.5-) 20- 21.5 (-26) μm, Q = (1.2-) 1.4 (-1,6), που περιέχουν συνήθως δύο μεγάλες ελαιώδης σταγόνες, μερικές φορές με μόνο μία μεγάλη κεντρική σταγόνα, είναι διακοσμημένα με μεγάλα κονδυλώματα με στρογγυλεμένες άκρες, 3-5 (-6) μm ύψους, σπάνια δακτυλοειδή, αλλά επίσης μερικές φορές κομμένα. Βιότοπος: Εμφανίζεται υπόγεια, σε μικρές ομάδες κάτω από Abies cephalonica, σε μεγάλα υψόμετρα (1040 m υψόμετρο).
Μέχρι αυτή τη στιγμή είναι γνωστό μόνο από την Ελλάδα.
 
Πηγή: V. Kaounas, C. Agnello, P. Alvarado. Genea cephalonicae sp. nov. (Ascomycota, Pezizales), a new hypogeous species from Greece. Ascomycete.org, 8 (3) : 105-110.



Elaphomyces roseolus Setkos, Kaounas, A. Paz, Lavoise & Fern. Rodr.

Ασκώματα σφαιρικά έως πατατόμορφα, διαμέτρου 30-60 mm, ενσωματωμένα σε μια ροζ-καφέ μυκηλιακή κρούστα, προσκολλημένη σε λεπτά σωματίδια από έδαφος και φυτικά υπολείμματα. Επιφάνεια πηριδίου γκρίζα-μαύρη, με λακάκια. Πηρίδιο πάχους 0,5-0,8 mm, λευκό κρεμ, ελαφρώς μαρμάρινη με κόκκινους τόνους. Θρόμβος σκούρος μωβ καφέ. Οσμή αδύναμη. Επιφάνεια πηριδίου κατασκευασμένη από κυλινδρικές υφές με παχύ τοίχωμα, διαφραγματικές, με γκρι-μαύρη χρωστική ουσία. Το πηρίδιο αποτελείται από πολύ ανώμαλες υφές, τοπικά διευρυμένες, λεπτότοιχες, διατεταγμένες εναλλασσόμενα, ακτινικά και σε εφαπτομενικά στρώματα, όλο και περισσότερο συγκεντρωμένες προς τον θρόμβο και σχηματίζοντας ένα λεπτό στρώμα από σφαιρικά κύτταρα γύρω από τον θρόμβο. Ασκοί σφαιρικοί, διαστάσεων 60-75 μm, με πάχος στα τοιχώματα 0,4-0,6 μm, που περιέχουν 8 σπόρια. Οι υφές του θρόμβου είναι κυλινδρικές, διαμέτρου 1,6-2,1 μm, άχρωμες, λεπτότοιχες, άφθονα διακλαδισμένες. Ασκοσπόρια σφαιρικά, διαμέτρου 9-11 μm, διακοσμημένα με παχιές ακίδες, μορφής ράβδου, ύψους 0,5-1 μm, σχηματίζοντας ένα συμπαγές περισπόριο ακανόνιστης μορφής. Βιότοπος: Εμφανίζεται σε δάση, σε μεσαία υψόμετρα, κάτω από Carpinus orientalis και Juniperus sp. και Quercus suber. Γνωστό μόνο από Ελλάδα και Ισπανία.

Πηγή: The genus Elaphomyces (Ascomycota, Eurotiales) a ribosomal DNA-based phylogeny and revised systematics of European‘deer truffles’. A. Paz, J.-M. Bellanger, C. Lavoise, A. Molia, M. Ławrynowicz4, E. Larsson, I.O. Ibarguren, M. Jeppson, T. Læssøe, M. Sauve, F. Richard, P.-A. Moreau. Persoonia 38: 197–239. 2017.





Myrmecocystis mediterranea J.M. Vidal, Kaounas, G. Moreno & P. Alvarado


 Ασκώματα υπόγεια, σφαιρικά, λοβωτά, διαμέτρου 0,4-1,5 εκ. , υποκίτρινα στην αρχή και στην συνέχεια σκουροκίτρινα. Επιφάνεια πηριδίου καλυπτόμενη από λεπτές νιφάδες  ή κονδυλώματα. Με μία ενιαία ακανόνιστη εσωτερική κοιλότητα, αλλά όχι πάντα εμφανής, ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο του ασκώματος. Πηρίδιο αποτελούμενο από πολυγωνικά κύτταρα 8-30 μm διαμ. με χοντρά κιτρινωπά τείχη. Ασκοί κυλινδρικοί έως αδραχτόμορφοι, διαστάσεων 200-275 × 40-55 μm, με οκτώ ασκοσπόρια, διατεταγμένοι σε ομάδες μαζί με μία μάζα μακριών παραφύσεων με διαφράγματα, πάχους 2,5-7 μm. Ασκοσπόρια υαλώδη έως κιτρινωπά, σφαιρικά, διαστάσεων 28-33 (-38) μm, διακοσμημένα με λεπτές ακίδες, μήκους 0,5-3 μm. Βιότοπος. Σε δάση με Pinus halepensis ή Quercus ilex, στις αρχές της άνοιξης, σε εδάφη αργιλώδη ή αμμώδη, σε χαμηλό υψόμετρο στη Μεσογειακή λεκάνη. Γνωστό μόνο από Ελλάδα και Ισπανία.


Πηγή: Pablo Alvarado, Rosanne Healy, Gabriel Moreno, Julio Cabero, Markus Scholler, Anja Schneider, Alfredo Vizzini, Vasileios Kaounas, Josep María Vidal, Gunnar Hensel, Enrique Rubio, Alija Mujic & Matthew E. Smith. Phylogenetic studies in Genabea, Myrmecocystis
and related genera. Mycologia.


Genea fageticola Konstant., J. Cabero & F. García
 
 


Το σπάνιο στην Ελλάδα και την Ευρώπη (αναφέρεται μόνο από την Ελλάδα και την Ισπανία), Genea fageticola Konstantinides, Cabero & F. García (Ascomycete.org 23-05-2014), καρποφορεί υπογείως, από τον Σεπτέμβριο έως τον Φεβρουάριο, κατά μικρές ομάδες, σε δάση οξιάς και παράγει μικρά, μαυριδερά, υποσφαιρικά, ελαφρώς πιεσμένα, ασκώματα (Ø 0,7-1 (1,5) εκ.) με μικρές, πυκνές, ακανόνιστες, επίπεδες ή στρογγυλεμένες φυματώδεις προεξοχές, μικρό στόμιο στην κορυφή και θύσανο από άφθονες, λεπτότατες κοκκινωπές ή καφετιές μυκηλιακές χορδές στη βάση, ψευδοπαρεγχυματικό πηρίδιο από υαλώδη, επίπεδα, υποσφαιρικά ή γωνιώδη στοιχεία (14-40 (50) x 9-24 (42) μm), πιο χρωματιστές (καφετιές) και πιο παχύτοιχες στο εξωτερικό στρώμα, μονοθαλαμικό θρόμβο με μικρούς λοβούς, ανοιχτόχρωμο καφετί επιθήκιο από μικρές θηλές, κυλινδρικές, διαφραγματικές παραφύσεις (Ø 3,5-5 μm), κυλινδρικούς, 8σπορους ασκούς (305-370 x 25-30 μm) και ελλειπτικά ασκοσπόρια ((28) 29-35 (37) x (18) 21-25 (26) μm) (-δ), με 22-36 στην περίμετρο, μεγάλες, κυλινδρικές, κολοβές ή στρογγυλεμένες φυματώδεις προεξοχές (2,1-5,1 (6,5) x 2-4,6 (6) μm).
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Υπόγειοι Ασκομύκητες (αδημοσίευτο αρχείο)
Γνωστό μόνο από Ελλάδα και Ισπανία.
Πηγή. ALVARADO P., CABERO J., MORENO G., BRATEK Z., VAN VOOREN N., KAOUNAS V., KONSTANTINIDIS G., AGNELLO C., MERENYIZ Z., E. SMITH M.. Species diversity of Genea (Ascomycota, Pezizales) in Europe. Ascomycete.org, 6 (3) : 41-51.


Genea pseudoverrucosa Bratek, Konstant. & Van Vooren

 

 Το σπάνιο είδος στην Ελλάδα (Ανθοχώρι Ιωαννίνων) και την Ευρώπη (αναφέρεται για την ώρα από Ελλάδα, Γαλλία, Ρουμανία και Ουγγαρία) Genea pseudoverrucosa Bratek, Konstantinides & Van Vooren (Ascomycete.org 23-05-2014) καρποφορεί υπογείως, από τον Ιούλιο έως τον Ιανουάριο, κατά μικρές ομάδες, σε θερμά, βασικά δάση πλατυφύλλων (αριάς, πουρναριού, γαύρου, φουντουκιάς, δρυός ή φιλύρας) και παράγει μικρά, μαυριδερά, υποσφαιρικά, εντόνως πτυχωτά ασκώματα (Ø 0,6-1,5 εκ.) με μικρά, δυσδιάκριτα στρογγυλεμένα φύματα πηριδίου, δυσδιάκριτο θύσανο βαθύχρωμων υφών στη βάση, λαβυρινθώδη, σπανίως διαχωρισμένο θρόμβο, λευκωπή, γκριζωπή ή κρεμ-κιτρινωπή σάρκα, με ευχάριστη οσμή, μαύρο, ψευδοπαρεγχυματικό πηρίδιο πάχους 180-200 μm, με ακανόνιστα πολυγωνικά στοιχεία (33-45 x 22-35 μm), μαύρο, ψευδοπαρεγχυματικό επιθήκιο, κυλινδρικές, διαφραγματικές παραφύσεις (Ø 4-5,8 μm), κυλινδρικούς, 8σπορους, μονόσειρους ασκούς (200-220 x 26-32 μm), και ασκοσπόρια (β: (20) 27-30 (33) x 21-24 (26) μm, (-δ), Κ5088: 22,6-30,5 (33) x 21,2-24 (26) μm, (-δ), Κ5286: (20) 21-27 (33,3) x (19) 21-24 (26,5) μm, (-δ), υποσφαιρικά έως πλατιά ελλειπτικά, υαλλώδη, με 22-34 (στην περίμετρο), πυκνές, κυλινδρικές-κολοβές ή ακανόνιστες φυματώδεις προεξοχές ((2) 3-4 (6) x 3-4 (5) μm).
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Υπόγειοι Ασκομύκητες (αδημοσίευτο αρχείο)
Γνωστό από την Ελλάδα, Γαλλία, Ουγγαρία, Ρουμανία και Μαρόκο.
Πηγή. ALVARADO P., CABERO J., MORENO G., BRATEK Z., VAN VOOREN N., KAOUNAS V., KONSTANTINIDIS G., AGNELLO C., MERENYIZ Z., E. SMITH M.. Species diversity of Genea (Ascomycota, Pezizales) in Europe. Ascomycete.org, 6 (3) : 41-51.





Tuber pulchrosporum Polemis, Konstantinidis, Fryssouli, Slavova, Tsampazis, Nakas, Zervakis


Aσκώματα βολβώδη, υποσφαιρικά, ελλειπτικά έως ακανόνιστα λοβωτά, έυθραυστα, μικρά έως μεγάλα, διαστάσεων [(ΓΚ)1,3-4,2 εκ.], [(ΒΚ) 2,0 x 1,5 εκ.], [(ΛΤ1) 1,5 – 7,0 cm], [(ΒΝ) 0,7 - 10 cm] συνήθως με σχετικά ρηχές εξωτερικές και συνήθως στενές εσωτερικές κοιλότητες που θυμίζουν Tuber excavatum στις οποίες υπάρχουν  λευκoκιτρινωπά ριζόμορφα. Πηρίδιο αρχικά κιτρινοκαφετί έως ωχροπορτοκαλί και στην ωριμότητα κοκκινοκαφετί, σκωριόχρωμο έως καφεκοκκινωπό, μερικές φορές με βαθύχρωμες καφεμαυριδερές περιοχές, τραχύ, ανάγλυφο-ραγαδιασμένο, με μικρά, πυκνά, χαμηλά, σχεδόν επίπεδα ή τριγωνικά,  πολυγωνικά φύματα που θυμίζουν Tuber rufum. Δομή ψευδοπαρεκχυματική, πάχους [(ΒΚ)70-180 μm],  αποτελούμενη από, ακανόνιστα σφαιρικά έως υποσφαιρικά, μακρόστενα κύτταρα διαστάσεων [(ΒΚ) 4-13 x 2,5-10 μm], υπόλευκου χρώματος με καφεκίτρινα τοιχώματα στην εσωτερική πλευρά του πηριδίου και προοδευτικά  προς την εξωτερική  πλευρά του πηριδίου εξολοκλήρου καφετιά όπου και παρατηρούνται κύτταρα με τριγωνική δομη καθώς και υαλώδεις τρίχες με ελαφρώς διογκωμένες στρογγυλεμενες κορυφες Λ.Τ 2,5μm με 1-2 διαφράγματα, [(ΒΚ) 30- >90 μm x 3,0 – 4,5 μm], Λ.Τ εως 4μm πάχος. Θρόμβος που εμφανίζει μία οι περισσότερες κοιλότητες (παρόμοιες με το Tuber excavatum), αρχικά λευκογκριζωπός και αργότερα, γκριζωπός, γκριζοφουντουκής ή γκριζοκίτρινος, γκριζοκαφετής έως κοκκινοκαφετής στην ωριμότητα με σκωριόχρωμες περιοχές γύρω από τις κοιλότητες και ± μετρίας πυκνότητας, σχετικά παχιές, λευκές άγονες φλέβες, που αργότερα μερικές φορές καφεκοκκινίζουν όπως στο Tuber melanosporum. Οσμή ευχάριστη (τρούφας) που γίνεται δυσάρεστη (ποδαρίλας) στα υπερώριμα καρποσώματα. Ασκοσπόρια ως επί το πλείστον ελλειπτικά-υποατρακτόμορφα, αλλά και πλατιά ελλειπτικά, υποσφαιρικά ή σφαιρικά, ελάχιστα οφθαλμόμορφα-λεμονόμορφα σε πρώιμο στάδιο, παχύτοιχα (2-3,6 (4) μm),(2-3 μm), αρχικά λεία και υαλώδη, αργότερα χρυσοκίτρινα, κιτρινοκαφετιά, καφετιά, μη αμυλώδη, μη δεξτρινώδη, συνήθως με υποτυπώδη και σπανιότερα με σχεδόν κανονική δικτυωτή διακόσμηση στην ωριμότητα, διαστάσεων [(ΓΚ): (20,65) 22-59,25 (65) x (13,7) 20,45-34,1  (36,85)  μm], [(ΒΚ) 21.7 [28.9 ; 32.1] 39.3 x 18.8 [22.1 ; 23.6] 26.9 µm, Q = 1 [1.3 ; 1.4] 1.7 ; N = 30 ; C = 95%, Me = 30.5 x 22.9 µm ; Qe = 1.3 μm], [(ΛΤ2)  (20) 28-51 (55) x 19-34 μm,],[(ΒΝ) (24,1) 26,2 - 44,5 (52) x (16,4) 18 - 37,8 (40)] (χωρίς τη διακόσμηση). Διακόσμηση με (0) 1-2 (4) χαρακτηριστικές, παχιές, ολόκληρες, ημιτελείς  ή διχαλωτές κορυφογραμμές, κατά μήκος του μεγάλου άξονα με λιγότερες ή περισσότερες λεπτότερες κάθετες εκπτύξεις εκατέρωθεν, που μερικές φορές σχηματίζουν (0) 2-10 (15) μικρές, συνεχόμενες ή διάσπαρτες κυψέλες κατά μήκος του μεγάλου άξονα. Ακίδες  (22-42 στην περίμετρο) οξύληκτες, κωνικές, κολοβές κωνικές, κολοβές-σωληνοειδείς, ευθείες, κυρτές ή ελικοειδείς, σπανίως με διχαλωτή κορυφή: (2,6) 3-7 (7,9) x (0,5) 1-3,5 (4) (στη βάση) μm, 1,60-5,60 μm, μέχρι 5μm ύψος.[(ΒΝ) ακίδες ύψους 1,4 - 5,2 μm ] Ασκοί (1) 2-7 (8) σποροι, σφαιρικοί, υποσφαιρικοί ή ελλειπτικοί, σπανίως υποτριγωνικοί ή υποτετράγωνοι,[(ΓΚ) (68) 77,55-96 (125,1) x (50) 62,55-83,6 (88,55) μm], [(ΒΚ)  79.1 [86.6 ; 89.9] 97.5 x 69.6 [79.4 ; 83.8] 93.7 µm],  [(ΛΤ)  71-110 x 70-98 μm, 71-105 x 70-93 μm], [(ΒΝ) (64) 74 - 90 (106) x (55) 65 - 77,4 (80)] με κοντή ουρά (6,6-8,7 (15) x 6,7-7,6 (10,5) μm). Βιότοπος. Εμφανίζεται μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες, από τον  Μάρτιο έως τον Ιούνιο κάτω από πλατύφυλλα (Quercus sp. + Quercus coccifera και σε μικτά με Quercus sp. και Pinus nigra καθώς και Quercus ilex με Pinus halepensis. Φαίνεται μάλλον συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα, βρέθηκε στη Θράκη, Θεσσαλία, Ήπειρο και  Στερεά Ελλάδα. Γνωστό από την Ελλάδα και την Βουλγαρία.



Πηγή: Tuber pulchrosporum sp. nov., a black truffle of the Aestivum clade (Tuberaceae, Pezizales) from the Balkan peninsula.  Elias Polemis, Georgios Konstantinidis, Vassiliki Fryssouli, Monica Slavova, Triantafyllos Tsampazis, Vasileios Nakas, Boris Assyov, Vasileios Kaounas, Georgios I. Zervakis. Mycokeys 47: 35-51. 2019



Russula mistiformis (Mattir.) Trappe & T.F. Elliott 

 Το σπάνιο, μεσογειακό Russula mistiformis (Mattir.) Trappe & T.F. Elliott (Vidal et. al. 2019) καρποφορεί όλο σχεδόν τον χρόνο, υπογείως, μοναχικά ή κοπαδιαστά, σε δάση δρυός, καστανιάς και πεύκης και παράγει μικρά, άμισχα, αγγειοκαρπικά, αρχικά ελαφρώς χνουδωτά και λευκά και αργότερα λεία, με λαδιούς, κρεμ, κίτρινους ή ωχροπορτοκαλιούς τόνους βασιδιώματα (Ø 0,6-2,2 εκ.) με καφετιές κηλίδες, από την έκθεσή του στον αέρα ή στο άγγιγμα και βασικό άνοιγμα στην ωριμότητα, χωρίς κιονίσκο, κυψελώδη, λαβυρινθώδη, αρχικά κιτρινωπό ή κιτρινοπορτοκαλί και τελικά καφετή υμενοφόρο θρόμβο, με επιμήκεις ή κολπωτές κυψέλες, αρχικά οσμή μήλου και αργότερα έντονη, που θυμίζει Tuber melanosporum, υποσφαιρικά ή ωοειδή,πορτοκαλοκόκκινα σε ΚΟΗ βασιδιοσπόρια (Γ.Φ.: (8,5) 9,2-11,5 (12,85) × (7,1) 8,1-10,25 (12,6) μm) με μεμονωμένα ή μερικές φορές αλληλοσυνδεόμενα με χαμηλές κορυφογραμμές, εντόνως αμυλώδη, κυλινδρικά φύματα με αμβλεία κορυφή και μία σταγόνα, σποραδικά (Vidal et. al. 2019), (1-3)4σπορα βασίδια (Γ.Φ.: 32,3-54,1 × 13,15-18,65 μm), τυπικά κεφαλοφόρες κυστιδιόλες και μέτριου πάχους στρώμα πιλοδερμίδας και σάρκας. Μακροκυστίδια απόντα.

Πηγή:  A phylogenetic and taxonomic revision of sequestrate Russulaceae in Mediterranean and temperate Europe. J.M. Vidal, P. Alvarado, M. Loizides, G. Konstantinidis, P. Chachuła, P. Mleczko, G. Moreno, A. Vizzini, M. Krakhmalnyi, A. Paz, J. Cabero, V. Kaounas, M. Slavova, B. Moreno-Arroyo, J. Llistosella. Persoonia 42, 2019: 127–185.



Lactarius populicola J.M. Vidal, Konstantin., Setkos & Slavova

Το ασυνήθιστο Lactarius populicola J.M. Vidal, Konstantinidis, Setkos & Slavova (Vidal et al. 2019 και προσωπική περιγραφή) καρποφορεί κοπαδιαστά, από τον τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο, υπογείως, κάτω από ασημόλευκες, σε βάθος 5 εκ. περίπου και παράγει μικρά έως μέτρια, άμισχα, αγγειοκαρπικά, λεία ή ελαφρώς ρυτιδωμένα, κολλώδη, ακανόνιστα σφαιρικά ή βολβώδη, νεφροειδή ή λοβωτά, με μικρό βασικό άνοιγμα, αρχικά ωχροπορτοκαλιά και αργότερα καφεκοκκινωπά έως καφεβιολετιά βασιδιώματα (Ø 1-4 εκ.), παρόμοια με αυτά του Lactarius stephensii, με λαβυρινθώδη, πορτοκαλή ή κοκκινοπορτοκαλή θρόμβο με πολύ μικρές, ακανόνιστα διατεταγμένες κυψέλες, που εκκρίνει διαφανή ή λευκό γαλακτώδη χυμό με ήπια γεύση, χωρίς ή με στοιχειώδη κιονίσκο, έντονη, ελκυστική φρουτώδη οσμή (Κ4969, Κ5223: αχλαδιού), υποσφαιρικά έως πλατιά ελλειπτικά βασιδιοσπόρια (Κ4831: 11-16 x 10-14 μm, Κ4969: 10-14,6 x 9,65-13,35 μm, Κ5223: 10-13,25 x 9-12,8 μm, Κ5904: (8,35) 10-13 (15,7) x (7,7) 9,3-12 (13) μm), με μεμονωμένες, εντόνως αμυλώδεις, ρωμαλέες, συνήθως κυρτές, κωνικές ή οδοντοειδείς ακίδες ή φύματα (Κ4969: 1,15-1,95 μm, Κ5904: 1-1,6 μm) και συνήθως ενωμένα με λεπτότοιχο υπόλειμμα στηρίγματος (Κ4969: 2,65-4,25 x 1,65-2,15 μm) και 1σπορα, κυλινδρικά βασίδια. Κυστίδια ή ψευδοκυστίδια δεν παρατηρήθηκαν. Γνωστό από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Γαλλία και την Βουλγαρία.

 Πηγή:  A phylogenetic and taxonomic revision of sequestrate Russulaceae in Mediterranean and temperate Europe. J.M. Vidal, P. Alvarado, M. Loizides, G. Konstantinidis, P. Chachuła, P. Mleczko, G. Moreno, A. Vizzini, M. Krakhmalnyi, A. Paz, J. Cabero, V. Kaounas, M. Slavova, B. Moreno-Arroyo, J. Llistosella. Persoonia 42, 2019: 127–185.



Russula mediterraneensis Konstantinidis, J. M. Vidal, Gelardi, Papadimitriou, Tulli, Angeli & Vizzini

Το ασυνήθιστο Russula mediterraneensis Konstantinidis, J.M. Vidal, Gelardi, Papadimitriou, Tulli, Angeli & Vizzini (Vidal et al. 2019), καρποφορεί Ιούνιο και Ιούλιο, συνήθως ημιυπογείως ή επιγείως, συνήθως αρκετά μαζί σε μικρές ομάδες (των 2-6 βασιδιωμάτων), σε δάση πλατυφύλλων, (δρυός (ρουπακιού, τσέρου, πλατύφυλλης) καστανιάς), σε υψόμετρα από 590 έως 1040 μ. και παράγει μικρά έως μέτρια ψευδοαγγειοκαρπικά βασιδιώματα, παρόμοια με αυτά του Russula mattiroloana, με αρχικά σχεδόν ομαλά ή ακανόνιστα ημισφαιρικό ή σφαιρικό, μερικές φορές σχεδόν κλειστό, καλύπτοντας τότε ολόκληρο το πόδι εκτός από τη βάση του, αργότερα κυρτό έως επίπεδο, λείο, αρχικά λευκό ή λευκωπό, μερικές φορές -ιδίως στην περιφέρεια και την περίμετρο- με ημιδιαφανείς κηλίδες, αργότερα κιτρινωπό με ωχρές περιοχές και τελικά δίχρωμο, κιτρινοκαφετί ή ωχροκαφετί καπέλο (Ø 2,3-4,3 (5,2) εκ.), με οξύληκτη, οδοντωτή, αρχικά εσωστρεφή, μερικές φορές λοβωτή, ομοιόχρωμη περίμετρο (σε μερικά νεαρά καρποσώματα παρατηρούνται, στις κορυφές των ελασμάτων, λεπτά, λευκά υπολείμματα ενός μερικού πέπλου που φαίνεται ότι κάλυπτε τα ελάσματα σε πολύ πρώιμο στάδιο (K6710)), ακανόνιστα, ± ελικοειδή, εντόνως αναστομωτικά ή διχαλωτά, αρχικά λευκά, αργότερα κρεμ, κιτρινωπά, ωχρά και τελικά ωχροπορτοκαλιά ή ωχροκαφετιά, κανθαρισκοειδή, (λαβυρινθώδη-ελικοειδή σε εγκάρσια τομή), ολοστυπικά ελάσματα με ομοιόχρωμες, οξείες ή αμβλείες ακμές, καλά αναπτυγμένο, κεντρικό ή έκκεντρο, κυλινδρικό, ευθυτενές ή σπανίως ελικοειδές, λευκό, αρχικά συμπαγές και αργότερα σπογγώδες εσωτερικά πόδι (1,6-4,2 x 0,7-1,8 εκ.),συνήθως με πλατύτερη και σπανίως με λεπτότερη βάση, ευχάριστη οσμή φρούτου (Κ7286), αχλαδιού (K3930) ή ανάμικτη γιαουρτιού και φρούτου (Κ6072), σφαιρικά, υποσφαιρικά, πλατιά ελλειπτικά ή ωοειδή βασιδιοσπόρια (K3930: (6,5) 8,8-15,9 (16,75) x (6,1) 7-14,4 (16,1) μm, K6072: (8,7) 10-15,2 (16) x (8) 9-12,85 (15) μm, K6710: 8,1-18,4 (19,4) x (7,2) 8-15 (16,8) μm, K7286: (8,1) 9-18,6 (19,7) x (7) 8-14,85 (15,05) μm με (20) 23-35 (42), με αραιές ή πυκνές, αμυλώδεις, ως επί το πλείστον μεμονωμένες (στη βάση), κωνικές ή ραβδόμορφες προεξοχές (K3930: 0,8-1,8 μm, K-7286: 0,8-1,5 μm), μερικές φορές (K3930 από αποτύπωμα, K6072 από παρασκεύασμα, K6710 από παρασκεύασμα) με κοντές κορυφογραμμές που ενώνονται και σπανίως (K3930, K6710) σχηματίζουν υποτυπώδες, ατελές δίχτυ, εμφανές, υαλώδες, αμβλύ, μη αμυλώδες, υπόλειμμα στηρίγματος ((1,2) 1,4-1,9 x 1,1-1,5 (1,75) μm, K3930: 1,2-1,4 x 1,1-1,45 μm, K6072: 1,4-1,9 x 1,1-1,75 μm), μερικά με 1 μεγάλη κεντρική ελαιώδη σταγόνα, λευκωπό σποριοαποτύπωμα (K3930), υαλώδη, ροπαλόμορφα βασίδια ((27,5) 30-55 (62,6) x (10,4) 11,5-15 (20,4) μm, K3930: (27,5) 33,4-45,35 (62,6) x (10,7) 11,25-18,1 (20,4) μm, GK6072: 30,5-44,5 x 10,75-16,3 μm, K6710: 30-55,5 x 13,1-19 (20,3) μm, K7286: 34,65-47 (53) x 11,75-13,9 (15,25) μm, με στρογγυλεμένη κορυφή, χωρίς βασικό κρίκο, με (1), 2, 3, (4) στηρίγματα μήκους (4) 6-10 (11,2) μm (K6710, K7286), μερικά με μία ή περισσότερες ελαιώδεις σταγόνες και άμορφο, κιτρινωπό περιεχόμενο, υαλώδη, λεπτότοιχα έως ελαφρώς παχύτοιχα στο κεντρικό τμήμα (1-1,6 μm), υποκυλινδρικά, λογχοειδή ή ατρακτόμορφα, αμβλύληκτα, οξύληκτα ή σουβλερά, μερικές φορές ραμφοφόρα (μακρο)κυστίδια ((40,7) 70-110 (155,7) (179,5 σε μία περίπτωση!) x (8,1) 11-19 (21,5) μm, K3930: (40,7) 65-109,5 x 11,65-18,6 μm, K6072: 50-95 x 8,1-15,3 μm, K6710: 70,3-89 (102) x 11,3-18,8 (21,5) μm, K7286: 70,4-155,7 (179,5) x (11) 13,9-19,3 μm), με άφθονο άμορφο, κιτρινωπό περιεχόμενο, χωρίς βασικό κρίκο, κυλινδρικές, λεπτότοιχες, υαλώδεις, διαφραγματοφόρες, άκρικες, χαλαρά συνυφασμένες υφές διαπλέγματος ελάσματος (K6072: με φάρδος 3-9 μm) ανακατεμένες με σφαιρικές, λεπτότοιχες, υαλώδεις σφαιροκύστεις ((18,65) 25-40 (42) x (15,2) 20-37 (39) μm, K6072: 25-33 x 23-31 μm, K6710: 18,65-34,75 x 15,2-27,5 μm, K7286: 27-40 (42) x 18,8-37 (39) μm) και πιλοδερμίδα αποτελούμενη από κυλινδρικές, λεπτότοιχες, υαλώδεις, διαφραγματοφόρες, άκρικες υφές (K6710: μερικές φορές με διόγκωση στα διαφράγματα) μαζί με άλλες διογκωμένες υφές (K6710) και σφαιρικές, λεπτότοιχες, υαλώδεις σφαιροκύστεις (K6710: 26,5-44,5 (47,25) x 21-36,5 (41) μm).

Πηγή:  A phylogenetic and taxonomic revision of sequestrate Russulaceae in Mediterranean and temperate Europe. J.M. Vidal, P. Alvarado, M. Loizides, G. Konstantinidis, P. Chachuła, P. Mleczko, G. Moreno, A. Vizzini, M. Krakhmalnyi, A. Paz, J. Cabero, V. Kaounas, M. Slavova, B. Moreno-Arroyo, J. Llistosella. Persoonia 42, 2019: 127–185.